-
1 ἐπαχθής
II metaph., burdensome, grievous, ἅπαντ' ἐπαχθῆ (so Stanley for ἐπράχθη) A.Pr.49;εἰ μὴ ἐπαχθές ἐστιν εἰπεῖν Pl.Phd. 87a
; ἐπαινεῖν ἐπαχθέστερόν [ἐστι] Id.Lg. 688d; ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω not to say anything offensive, D.18.10;ἐπαχθεῖς αἱ ὑπερβολαί Arist.EN 1127b8
: [comp] Sup.-έστατος, θάνατος Phalar. Ep.1
;κακά Ph.2.402
;τὸ ἐ. τῶν λόγων
invidiousness, offence,Pl.
Euthd. 303e; τὸ ἐ. [τῆς σοφιστικῆς τέχνης] Id.Prt. 316d. Adv. -θῶς, ἐνέγκαι, = Lat. aegre ferre, D.H.Th.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαχθής
См. также в других словарях:
επαχθής — ές ἐπαχθής (AM) βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι») αρχ. 1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής γιορτή τής Δήμητρας στη Βοιωτία 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές ενόχληση,… … Dictionary of Greek